bn:00069586n
Noun Concept
EL
διχασμός  σχίσμα
EL
Η διάσπαση, η διαίρεση ενός συνόλου ανθρώπων σε δύο αντιτιθέμενες πλευρές Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η διάσπαση, η διαίρεση ενός συνόλου ανθρώπων σε δύο αντιτιθέμενες πλευρές Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet