bn:00069587n
Noun Concept
Categories: Θρησκευτική ιστορία, Εκκλησιαστικά Σχίσματα
EL
σχίσμα  ομάδα θραυσμάτων
EL
Η λέξη σχίσμα, σημαίνει τη διαίρεση ή τη διάσπαση, συνήθως σε μια οργάνωση. Wikipedia
English:
religion
Christianity
religious
organizational
Definitions
Relations
Sources