bn:00070066n
Noun Concept
EL
κάθισμα
EL
Κατασκευή από ξύλο, μέταλλο ή άλλο κατάλληλο υλικό, όπου μπορεί να καθίσει κάποιος Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Κατασκευή από ξύλο, μέταλλο ή άλλο κατάλληλο υλικό, όπου μπορεί να καθίσει κάποιος Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary
Wikipedia Translations