bn:00070221n
Noun Concept
EL
ασφάλεια  εγγύηση
EL
Η επίσημη διαβεβαίωση, δέσμευση, με την παροχή εχέγγυων ως ασφάλεια, κυρίως για την εξόφληση χρεών Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η επίσημη διαβεβαίωση, δέσμευση, με την παροχή εχέγγυων ως ασφάλεια, κυρίως για την εξόφληση χρεών Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet