bn:00070223n
Noun Concept
EL
εχέγγυο  εγγύηση
EL
Ό,τι αποτελεί εγγύηση, ό,τι δίνει τη βεβαιότητα ότι μία υποχρέωση θα εκπληρωθεί Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Ό,τι αποτελεί εγγύηση, ό,τι δίνει τη βεβαιότητα ότι μία υποχρέωση θα εκπληρωθεί Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet