bn:00070244n
Noun Concept
EL
στάση  ανταρσία  στασιασμός  ανατρεπτική  στάσης
EL
Ομαδική και βίαιη εκδήλωση, συνήθως ένοπλη, που στρέφεται εναντίον μιας νόμιμης εξουσίας Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Ομαδική και βίαιη εκδήλωση, συνήθως ένοπλη, που στρέφεται εναντίον μιας νόμιμης εξουσίας Greek Open Multilingual WordNet
Στάση ονομάζεται η συμπεριφορά ομάδας ατόμων, που τείνει προς την εξέγερση, εναντίον της εκάστοτε εξουσίας. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
WordNet Translations
Wikipedia Translations