bn:00070254n
Noun Concept
EL
σπέρμα  σπόριο  σπόρος
EL
(βοτ.) το σπέρμα των καρπών, από το οποίο βλαστάνει το νέο φυτό, όταν βρεθεί σε κατάλληλες συνθήκες μέσα στη γη Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
(βοτ.) το σπέρμα των καρπών, από το οποίο βλαστάνει το νέο φυτό, όταν βρεθεί σε κατάλληλες συνθήκες μέσα στη γη Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
OmegaWiki