bn:00070282n
Noun Concept
EL
τμήμα
EL
Ένα από τα μέρη στα οποία κάτι διαιρείται Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Ένα από τα μέρη στα οποία κάτι διαιρείται Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet