bn:00070435n
Noun Concept
Categories: Ανδρικό αναπαραγωγικό σύστημα
EL
σπερματοδόχος κύστη  σπερματοδόχο κύστη  σπερματοδόχων κύστεων
EL
Σωληνοειδές όργανο το οποίο εκκρίνει ένα ζελατινώδες υγρό και εκβάλλει στον εκσπερματικό πόρο Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Σωληνοειδές όργανο το οποίο εκκρίνει ένα ζελατινώδες υγρό και εκβάλλει στον εκσπερματικό πόρο Greek Open Multilingual WordNet
Οι σπερματοδόχες κύστεις είναι ζεύγος δύο σπειροειδών σωληνοειδών αδένων που βρίσκονται πίσω από την ουροδόχο κύστη ορισμένων αρσενικών θηλαστικών. Wikipedia
Κύστη στην οποία παράγονται ουσίες που αυξάνουν την κινητικότητα των σπερματοζωαρίων Wikidata