bn:00070437n
Noun Concept
EL
σεμινάριο  σεμινάρια
EL
Κύκλος μαθημάτων σε συγκεκριμένο αντικείμενο, που απευθύνεται σε μικρή ομάδα κοινού Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources