Greek
English
Arabic
Chinese
Dutch
French
German
Greek
Hebrew
Hindi
Italian
Japanese
Korean
Polish
Portuguese
Russian
Spanish
more...
Translate into...
English
Arabic
Chinese
Dutch
French
German
Greek
Hebrew
Hindi
Italian
Japanese
Korean
Polish
Portuguese
Russian
Spanish
more...
bn:00070697n
Noun Concept
Categories: Θεωρία συνόλων
EL
σύνολο  μαθηματικό σύνολο  σύνολα
See more
EL
(μαθηματικά) άπειρος ή πεπερασμένος αριθμός στοιχείων, τα οποία ομαδοποιούνται με βάση ένα χαρακτηριστικό τους, το οποίο λειτουργεί και ως κριτήριο για το αν άλλα στοιχεία ανήκουν στην ίδια κατηγορία Greek Open Multilingual WordNet
English:
math
mathematical
mathematics
Quit
Change View
Definitions
Relations
Sources
Greek
More languages...
English
Arabic
Chinese
Dutch
French
German
Greek
Hebrew
Hindi
Italian
Japanese
Korean
Polish
Portuguese
Russian
Spanish
more...
EL
(μαθηματικά) άπειρος ή πεπερασμένος αριθμός στοιχείων, τα οποία ομαδοποιούνται με βάση ένα χαρακτηριστικό τους, το οποίο λειτουργεί και ως κριτήριο για το αν άλλα στοιχεία ανήκουν στην ίδια κατηγορία Greek Open Multilingual WordNet
Ένα σύνολο είναι κάθε συλλογή σαφώς διακριτών και καλώς καθορισμένων αντικειμένων που προέρχονται από τον χώρο της εμπειρίας ή των διανοημάτων, τα οποία θεωρούνται ως μια ολότητα. Wikipedia
Στοιχειώδης μαθηματική έννοια που περιγράφει μία συλλογή από αντικείμενα/στοιχεία Wikidata
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wikipedia Redirections
WordNet Translations
Wikipedia Translations