bn:00071215n
Noun Concept
EL
μαγαζί  κατάστημα
EL
Κλειστός χώρος, συνήθως ισόγειος, στον οποίο εκθέτουν και πουλούν διάφορα εμπορεύματα λιανικώς Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Κλειστός χώρος, συνήθως ισόγειος, στον οποίο εκθέτουν και πουλούν διάφορα εμπορεύματα λιανικώς Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations