bn:00071242n
Noun Concept
Categories: Ηλεκτρολογία, Ηλεκτρισμός
EL
βραχυκύκλωμα
EL
Ηλεκτρικό φαινόμενο που συμβαίνει, όταν ενώνονται (σκόπιμα ή τυχαία) δύο ή περισσότερα σημεία ενός κυκλώματος (π.χ. δύο ηλεκτροφόρα σύρματα), μεταξύ των οποίων υπάρχει διαφορά δυναμικού Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Ηλεκτρικό φαινόμενο που συμβαίνει, όταν ενώνονται (σκόπιμα ή τυχαία) δύο ή περισσότερα σημεία ενός κυκλώματος (π.χ. δύο ηλεκτροφόρα σύρματα), μεταξύ των οποίων υπάρχει διαφορά δυναμικού Greek Open Multilingual WordNet
Βραχυκύκλωμα ονομάζεται η αγώγιμη σύνδεση δύο ακροδεκτών μιας ηλεκτρικής συσκευής με έναν αγωγό αμελητέας αντίστασης. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary
WordNet Translations
Wikipedia Translations