bn:00071257n
Noun Concept
Categories: Χρηματοοικονομικά
EL
ανοιχτή πώληση  βραχυπρόθεσμη πώληση  Short Selling  Ακάλυπτη πώληση  Ανοικτή πώληση
EL
Η πώληση τίτλων ή συναλλαγών που δεν ανήκουν στον πωλητή αλλά υπολογίζει να τα αγοράσει σε χαμηλότερη τιμή Greek Open Multilingual WordNet
English:
finance
futures
Definitions
Relations
Sources
EL
Η πώληση τίτλων ή συναλλαγών που δεν ανήκουν στον πωλητή αλλά υπολογίζει να τα αγοράσει σε χαμηλότερη τιμή Greek Open Multilingual WordNet
Η πρακτική της ανοιχτής πώλησης στη χρηματοοικονομική είναι η πώληση περιουσιακών στοιχείων, συνήθως χρεογράφων, τα οποία ο πωλητής-short έχει «δανειστεί» από τρίτον, με την πρόθεση να αγοράσει πανομοιότυπα χρεόγραφα αργότερα για να τα επιστρέψει στον δανειστή. Wikipedia