bn:00071386n
Noun Concept
EL
όχημα πυκνών διαδρομών
EL
Λεωφορείο η τρένο ή αεροπλάνο το οποίο εκτελεί πυκνά ή τακτικά δρομολόγια Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Λεωφορείο η τρένο ή αεροπλάνο το οποίο εκτελεί πυκνά ή τακτικά δρομολόγια Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet