bn:00071520n
Noun Concept
EL
σιγμοειδές κόλον  σιγμοειδές  σιγμοειδής κάμψη
EL
Η καμπύλη του παχέος εντέρου μετά το κατιόν κόλον που απολήγει στο ορθό Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources