bn:00071609n
Noun Concept
EL
περβάζι  πρεβάζι
EL
Το κάτω, συνήθως και πλατύτερο, τμήμα του πλαισίου ενός παραθύρου ή μιας πόρτας Greek Open Multilingual WordNet
English:
window
Definitions
Relations
Sources
EL
Το κάτω, συνήθως και πλατύτερο, τμήμα του πλαισίου ενός παραθύρου ή μιας πόρτας Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary