bn:00071842n
Noun Concept
EL
αδελφή  αδερφή
EL
Άνθρωπος θηλυκού γένους που ανήκει στην ίδια ομάδα (αδελφότητα, ένωση κλπ) Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Άνθρωπος θηλυκού γένους που ανήκει στην ίδια ομάδα (αδελφότητα, ένωση κλπ) Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet