bn:00072023n
Noun Concept
EL
ελεύθερη πτώση  αλεξιπτωτισμό ελευθέρας πτώσεως  ελεύθερη πτώση με αλεξίπτωτο
EL
Η φάση της πτώσης κατά την οποία το αλεξίπτωτο δεν έχει ανοίξει ακόμα και κατά την διάρκεια της οποίας μπορεί κάποιος να πραγματοποιήσει χορευτικές, ακροβατικές φιγούρες Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η φάση της πτώσης κατά την οποία το αλεξίπτωτο δεν έχει ανοίξει ακόμα και κατά την διάρκεια της οποίας μπορεί κάποιος να πραγματοποιήσει χορευτικές, ακροβατικές φιγούρες Greek Open Multilingual WordNet