bn:00072128n
Noun Concept
EL
χιονόνερο  χιονόβροχο
EL
Βροχή και χιόνι που διατηρεί τη μορφή του ή λειώνει, καθώς πέφτει Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Βροχή και χιόνι που διατηρεί τη μορφή του ή λειώνει, καθώς πέφτει Greek Open Multilingual WordNet
Το χιονόνερο είναι εκδήλωση κατακρήμνισης μεταξύ βροχής και εν μέρει λιωμένου χιονιού. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
WordNet Translations