bn:00072152n
Noun Concept
Categories: Υφάσματα
EL
φερμουάρ
EL
Μηχανισμός που ανοιγοκλείνει ένα ρούχο ή αντικείμενο, ενώνοντας ή χωρίζοντας δύο οδοντωτές πλευρές με τη βοήθεια ενός δρομέα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Μηχανισμός που ανοιγοκλείνει ένα ρούχο ή αντικείμενο, ενώνοντας ή χωρίζοντας δύο οδοντωτές πλευρές με τη βοήθεια ενός δρομέα Greek Open Multilingual WordNet
Το φερμουάρ, στα ελληνικά τορμοσυνάπτης, είναι συσκευή που χρησιμοποιείται συνήθως για τη σύνδεση δύο άκρων υφάσματος ή άλλου εύκαμπτου υλικού. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
WordNet Translations
Wikipedia Translations