bn:00072173n
Noun Concept
EL
σκουντούφλημα  σκόνταμμα
EL
Η πρόσκρουση με το πόδι σε κάποιο εμπόδιο κατά το βάδισμα και η στιγμιαία απώλεια της ισορροπίας Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η πρόσκρουση με το πόδι σε κάποιο εμπόδιο κατά το βάδισμα και η στιγμιαία απώλεια της ισορροπίας Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet