bn:00072364n
Noun Concept
Categories: Οικονομικά, Εγκλήματα, Λαθρεμπόριο, Δραστηριότητες οργανωμένου εγκλήματος
EL
λαθρεμπόριο
EL
Το εμπόριο απαγορευμένων προϊόντων ή προϊόντων για τα οποία δεν έχουν καταβληθεί οι νόμιμοι φόροι Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Το εμπόριο απαγορευμένων προϊόντων ή προϊόντων για τα οποία δεν έχουν καταβληθεί οι νόμιμοι φόροι Greek Open Multilingual WordNet
Γενικά με τον όρο λαθρεμπόριο χαρακτηρίζεται οποιασδήποτε μορφής επιχειρούμενο εμπόριο κατά παράβαση κείμενης νομοθεσίας, η καταστρατήγησης αυτής, με απώτερο σκοπό την αποφυγή πληρωμής δασμών. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
WordNet Translations