bn:00072707n
Noun Concept
Categories: Τύποι μαγνητών, Ηλεκτρικά εξαρτήματα
EL
σωληνοειδές  πηνίο  Σωληνοειδές πηνίο  σωληνοειδή
EL
(ηλεκτρολογία) διάταξη που αποτελείται από συρμάτινο ή λεπτό σωληνωτό ηλεκτρικό αγωγό, μονωμένο ή όχι, ο οποίος τυλίγεται σπειροειδώς σε πολλές στρώσεις ελεύθερα στον αέρα ή γύρω από κυλινδρικό στήριγμα και σχηματίζει μαγνητικό πεδίο με φορά τον άξονα της περιτυλίξεως. Χρησιμοποιείται ευρύτατα στις περισσότερες εφαρμογές του ηλεκτρομαγνητισμού, λ .χ. στη δημιουργία συνθηκών συντονισμού σε κύκλωμα, στην παραγωγή ισχυρών μαγνητικών πεδίων κ.ά. Greek Open Multilingual WordNet
English:
physics
electricity
Definitions
Relations
Sources
EL
(ηλεκτρολογία) διάταξη που αποτελείται από συρμάτινο ή λεπτό σωληνωτό ηλεκτρικό αγωγό, μονωμένο ή όχι, ο οποίος τυλίγεται σπειροειδώς σε πολλές στρώσεις ελεύθερα στον αέρα ή γύρω από κυλινδρικό στήριγμα και σχηματίζει μαγνητικό πεδίο με φορά τον άξονα της περιτυλίξεως. Χρησιμοποιείται ευρύτατα στις περισσότερες εφαρμογές του ηλεκτρομαγνητισμού, λ .χ. στη δημιουργία συνθηκών συντονισμού σε κύκλωμα, στην παραγωγή ισχυρών μαγνητικών πεδίων κ.ά. Greek Open Multilingual WordNet
Το σωληνοειδές είναι ηλεκτρομαγνητικό εξάρτημα, συγκεκριμένα ένα πηνίο με μήκος αρκετά μεγαλύτερο από τη διάμετρό του, και ταυτοχρόνως ένας βασικός τύπος ηλεκτρομαγνήτη, που δημιουργεί ομογενές και ισχυρό μαγνητικό πεδίο σχεδόν σε όλο το εσωτερικό του. Wikipedia
ηλεκτρομαγνητικό εξάρτημα-διάταξη και τύπος ηλεκτρομαγνήτη με ομογενές μαγνητικό πεδίο Wikidata
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikipedia Redirections
WordNet Translations
Wikipedia Translations