Greek
English
Arabic
Chinese
Dutch
French
German
Greek
Hebrew
Hindi
Italian
Japanese
Korean
Polish
Portuguese
Russian
Spanish
more...
Translate into...
English
Arabic
Chinese
Dutch
French
German
Greek
Hebrew
Hindi
Italian
Japanese
Korean
Polish
Portuguese
Russian
Spanish
more...
bn:00072720n
Noun Concept
Categories: Κατάσταση της ύλης
EL
στερεό  στερεά κατάσταση  Στερεά  στερεάς κατάστασης
See more
EL
Στην Φυσική, στερεό ονομάζεται η κατάσταση της ύλης στην οποία αυτή αποτελείται από μόρια που βρίσκονται σε σταθερές, συνεχείς χωρικά, και επαναλαμβανόμενες συμμετρικές θέσεις που καθορίζονται αποκλειστικά από την επίδραση των ηλεκτρομαγνητικών δυνάμεων που αναπτύσσονται μεταξύ τους, με δεδομένες τις εξωτερικές συνθήκες πίεσης και θερμοκρασίας. Wikipedia
Quit
Change View
Definitions
Relations
Sources
Greek
More languages...
English
Arabic
Chinese
Dutch
French
German
Greek
Hebrew
Hindi
Italian
Japanese
Korean
Polish
Portuguese
Russian
Spanish
more...
EL
Στην Φυσική, στερεό ονομάζεται η κατάσταση της ύλης στην οποία αυτή αποτελείται από μόρια που βρίσκονται σε σταθερές, συνεχείς χωρικά, και επαναλαμβανόμενες συμμετρικές θέσεις που καθορίζονται αποκλειστικά από την επίδραση των ηλεκτρομαγνητικών δυνάμεων που αναπτύσσονται μεταξύ τους, με δεδομένες τις εξωτερικές συνθήκες πίεσης και θερμοκρασίας. Wikipedia
Wikipedia
Wikidata
Wiktionary
Wikipedia Redirections
WordNet Translations
Wikipedia Translations