bn:00072725n
Noun Concept
EL
τρισδιάστατο σχήμα  στερεά μορφή
EL
(γεωμ.) σχήμα ή αντικείμενο που έχει τρεις διαστάσεις (μήκος, πλάτος, ύψος) Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
(γεωμ.) σχήμα ή αντικείμενο που έχει τρεις διαστάσεις (μήκος, πλάτος, ύψος) Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet