bn:00072726n
Noun Concept
Categories: Στερεομετρία
EL
στερεομετρία  στερεά γεωμετρία
EL
Ο κλάδος της γεωμετρίας, στον οποίο εξετάζονται οι ιδιότητες των στερεών σωμάτων, των σωμάτων που έχουν τρεις διαστάσεις Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Ο κλάδος της γεωμετρίας, στον οποίο εξετάζονται οι ιδιότητες των στερεών σωμάτων, των σωμάτων που έχουν τρεις διαστάσεις Greek Open Multilingual WordNet
Η Στερεομετρία είναι ο δεύτερος μεγάλος κλάδος της Γεωμετρίας μετά την Επιπεδομετρία. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations
Wikipedia Translations