bn:00072755n
Noun Concept
Categories: Ουράνια φαινόμενα
EL
ηλιοστάσιο  ηλιοστάσια
EL
Καθεμιά από τις δύο ημέρες του έτους όπου ο ήλιος έχει τη μεγαλύτερη απόσταση από τον ισημερινό, κατά τις οποίες η μέρα έχει τη μεγαλύτερη διάρκεια (θερινό ηλιοστάσιο, 21-22 Ιουνίου) ή την μικρότερη (χειμερινό ηλιοστάσιο, 21-22 Δεκεμβρίου) Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Καθεμιά από τις δύο ημέρες του έτους όπου ο ήλιος έχει τη μεγαλύτερη απόσταση από τον ισημερινό, κατά τις οποίες η μέρα έχει τη μεγαλύτερη διάρκεια (θερινό ηλιοστάσιο, 21-22 Ιουνίου) ή την μικρότερη (χειμερινό ηλιοστάσιο, 21-22 Δεκεμβρίου) Greek Open Multilingual WordNet
Ηλιοστάσιο ονομάζεται η χρονική στιγμή κατά την οποία ο άξονας της Γης εμφανίζεται στραμμένος όσο περισσότερο προς ή μακριά από τον Ήλιο, συμβαίνει κατά την ετήσια τροχιά της Γης γύρω από αυτόν. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wiktionary
WordNet Translations
Wikipedia Translations