bn:00073037n
Noun Concept
Categories: Θεραπευτικές αγωγές
EL
λουτρό  λουτρά  λουτρόπολη  Σπα  θεραπεία spa
EL
Μέρος διακοπών κοντά σε ιαματικές πηγές ή στη θάλασσα Greek Open Multilingual WordNet
English:
resort
Definitions
Relations
Sources
EL
Μέρος διακοπών κοντά σε ιαματικές πηγές ή στη θάλασσα Greek Open Multilingual WordNet
Με την ορολογία λουτρό ονομάζουμε μια θεραπεία η το μέρος που έχει νερά για αυτήν Wikipedia
Θεραπεία ή το μέρος που έχει θερμά νερά για αυτήν Wikipedia Disambiguation
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wikidata Alias
EL
Wikipedia Translations