bn:00073120n
Noun Concept
EL
ανταλλακτικό  ρεζέρβα
EL
Ένα επιπλέον εξάρτημα μιας μηχανής ή άλλης συσκευής για αντικατάσταση άλλου εξαρτήματος σε περίπτωση βλάβης Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Ένα επιπλέον εξάρτημα μιας μηχανής ή άλλης συσκευής για αντικατάσταση άλλου εξαρτήματος σε περίπτωση βλάβης Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary
WordNet Translations