Greek
English
Arabic
Chinese
Dutch
French
German
Greek
Hebrew
Hindi
Italian
Japanese
Korean
Polish
Portuguese
Russian
Spanish
more...
Translate into...
English
Arabic
Chinese
Dutch
French
German
Greek
Hebrew
Hindi
Italian
Japanese
Korean
Polish
Portuguese
Russian
Spanish
more...
bn:00073210n
Noun Concept
Categories: Ταξινομία φυτών, Βιολογικοί όροι, Βοτανολογική ονοματολογία, Είδη, Ταξινομία
EL
είδος  βιολογικό είδος  είδη  έννοια των ειδών φυλογενετική  βιολογικών ειδών
See more
EL
Η κατώτερη μονάδα διακρίσεως των ζωντανών οργανισμών με κοινά χαρακτηριστικά, δηλ. το σύνολο των οργανισμών που μοιάζουν τόσο πολύ μεταξύ τους, ώστε να μπορούν να αποκληθούν και να καταχωρισθούν με το ίδιο όνομα Greek Open Multilingual WordNet
Greek:
βιολογία
Quit
Change View
Definitions
Relations
Sources
Greek
More languages...
English
Arabic
Chinese
Dutch
French
German
Greek
Hebrew
Hindi
Italian
Japanese
Korean
Polish
Portuguese
Russian
Spanish
more...
EL
Η κατώτερη μονάδα διακρίσεως των ζωντανών οργανισμών με κοινά χαρακτηριστικά, δηλ. το σύνολο των οργανισμών που μοιάζουν τόσο πολύ μεταξύ τους, ώστε να μπορούν να αποκληθούν και να καταχωρισθούν με το ίδιο όνομα Greek Open Multilingual WordNet
Στην επιστήμη της βιολογίας, ο όρος είδος χαρακτηρίζει μία από τις βασικές μονάδες βιοποικιλότητας, δηλαδή ένα σύνολο οργανισμών, ζώων, φυτών ή μικροοργανισμών που μοιάζουν τόσο ώστε να μπορούν αυθόρμητα να προσδιορίζονται και να καταχωρούνται με το ίδιο όνομα. Wikipedia
Ταξινομική βαθμίδα της βιολογίας για την κατάταξη των έμβιων όντων Wikidata