bn:00073330n
Noun Concept
Categories: Μπαχαρικά, Φυτικά προϊόντα
EL
μπαχαρικό  καρύκευμα  άρτυμα  μπαχάρι  μπαχαρικά
EL
Μαγειρικό καρύκευμα που αρωματίζει και νοστιμεύει το φαγητό ( λ.χ. το πιπέρι, η καννέλα, το μοσχοκάρυδο, το γαρύφαλλο, το κύμινο κ.λπ.) Greek Open Multilingual WordNet
English:
food additive
Definitions
Relations
Sources
EL
Μαγειρικό καρύκευμα που αρωματίζει και νοστιμεύει το φαγητό ( λ.χ. το πιπέρι, η καννέλα, το μοσχοκάρυδο, το γαρύφαλλο, το κύμινο κ.λπ.) Greek Open Multilingual WordNet
Το μπαχαρικό είναι το αποξηραμένο τμήμα ενός φυτού που περιέχει αρωματικές, πικάντικες και καυστικές ουσίες. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
OmegaWiki
Wikipedia Redirections
Wikipedia Translations