bn:00073936n
Noun Concept
EL
μισθοφορικός στρατός  μόνιμο στρατό  μόνιμου στρατού
EL
Το σύνολο των στρατιωτών που μάχονται παίρνοντας μισθό σε στρατό ξένης χώρας Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Το σύνολο των στρατιωτών που μάχονται παίρνοντας μισθό σε στρατό ξένης χώρας Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations
Wikipedia Translations