bn:00074009n
Noun Concept
EL
κατάσταση
EL
Ο τρόπος με τον οποίο υπάρχει κάποιος ή κάτι, σε ορισμένη χρονική στιγμή Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Ο τρόπος με τον οποίο υπάρχει κάποιος ή κάτι, σε ορισμένη χρονική στιγμή Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations