bn:00074049n
Noun Concept
EL
σταθμός  σταθμό
EL
Κτήριο εξοπλισμένο με ειδικό εξοπλισμό και προσωπικό για συγκεκριμένο σκοπό Greek Open Multilingual WordNet
English:
rail
Definitions
Relations
Sources