bn:00074085n
Noun Concept
EL
σταθερότητα
EL
Η διατήρηση σε κάποια σταθερή κατάσταση,θέση Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η διατήρηση σε κάποια σταθερή κατάσταση,θέση Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet