bn:00074156n
Noun Concept
EL
τιμόνι
EL
Εξάρτημα στο σύστημα οδήγησης με το οποίο επιτυγχάνεται ο καθορισμός της πορείας Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Εξάρτημα στο σύστημα οδήγησης με το οποίο επιτυγχάνεται ο καθορισμός της πορείας Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary
WordNet Translations
Wikipedia Translations