bn:00074323n
Noun Concept
Categories: Μοτοσικλέτα, Ιππασία
EL
αναβολέας  Αναβατήρας  αναβολέα  σιδήρου αναβολέα  συνδετήρων
EL
Μεταλλικός κρίκος κρεμασμένος από τη σέλα, στον οποίο πατούν οι ιππείς για να ανέβουν στο άλογο και στον οποίο στηρίζουν τα πόδια τους κατά τη διάρκεια της ιππασίας Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Μεταλλικός κρίκος κρεμασμένος από τη σέλα, στον οποίο πατούν οι ιππείς για να ανέβουν στο άλογο και στον οποίο στηρίζουν τα πόδια τους κατά τη διάρκεια της ιππασίας Greek Open Multilingual WordNet
Ο αναβολέας ή αναβατήρας είναι μικρή δερμάτινη ή μεταλλική επιφάνεια η οποία χρησιμοποιείται για την τοποθέτηση του ποδιού του αναβάτη, και είναι ενωμένος με την σέλα μέσω δερμάτινης λωρίδας. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wikipedia Redirections
Wikidata Alias
WordNet Translations
Wikipedia Translations