bn:00074617n
Noun Concept
EL
ενίσχυση  ενδυνάμωση  ισχυροποίηση
EL
Η διαδικασία του να καθίσταται κάτι ισχυρό, δυνατό Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η διαδικασία του να καθίσταται κάτι ισχυρό, δυνατό Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet