bn:00074695n
Noun Concept
Categories: Έγχορδα μουσικά όργανα, Χορδόφωνα
EL
έγχορδο όργανο  έγχορδο  έγχορδα  έγχορδα μουσικά όργανα  έγχορδα όργανα
EL
Το μουσικό όργανο στο οποίο ο ήχος παράγεται από τεντωμένες χορδές Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources