bn:00074723n
Noun Concept
EL
στροβοσκόπιο  strobe  strobe φως  φως του φάρου  φώτα strobe
EL
Η συσκευή με την οποία γίνεται η παρατήρηση περιοδικής κίνησης ή ταχέως εξελισσόμενου φαινομένου με τη χρήση φωτισμού με διακοπτόμενες αναλαμπές βραχείας διάρκειας, οι οποίες εκπέμπονται στην κατάλληλη συχνότητα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η συσκευή με την οποία γίνεται η παρατήρηση περιοδικής κίνησης ή ταχέως εξελισσόμενου φαινομένου με τη χρήση φωτισμού με διακοπτόμενες αναλαμπές βραχείας διάρκειας, οι οποίες εκπέμπονται στην κατάλληλη συχνότητα Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary
WordNet Translations