bn:00074757n
Noun Concept
Categories: Ηπειρωτική φιλοσοφία, Δομισμός
EL
δομισμός  στρουκτουραλισμός  δομική κοινωνιολογία  διαρθρωτική κοινωνιολογία  λειτουργικότητα
EL
Κοινωνιολογική θεωρία η οποία προσεγγίζει τα ανθρώπινα πράγματα ως δομικά στοιχεία ενός όλου, η κοινωνία προηγείται του ατόμου Greek Open Multilingual WordNet
English:
sociology
Definitions
Relations
Sources
EL
Κοινωνιολογική θεωρία η οποία προσεγγίζει τα ανθρώπινα πράγματα ως δομικά στοιχεία ενός όλου, η κοινωνία προηγείται του ατόμου Greek Open Multilingual WordNet
Με τον όρο δομισμός, ή στρουκτουραλισμός, φέρεται μια κοινή θεωρία ανθρωπολογικών επιστημών με στόχο την ανάλυση των ανθρωπίνων πραγμάτων ως υποσύνολο ενός ευρύτερου συνόλου που αλληλοπροσδιορίζονται με βάση κάποιους κανόνες κατά την έννοια της δόμησης. Wikipedia