bn:00074759n
Noun Concept
EL
δομή
EL
Ο τρόπος με τον οποίο έχει φτιαχτεί, χτιστεί ή κατασκευαστεί (κάτι) Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Ο τρόπος με τον οποίο έχει φτιαχτεί, χτιστεί ή κατασκευαστεί (κάτι) Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations