bn:00074965n
Noun Concept
EL
συνεισφορά
EL
Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του συνεισφέρω, οικονομική ή ηθική βοήθεια που δεν έχει υποχρεωτικό χαρακτήρα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του συνεισφέρω, οικονομική ή ηθική βοήθεια που δεν έχει υποχρεωτικό χαρακτήρα Greek Open Multilingual WordNet
DERIVATION
Greek Open Multilingual WordNet