bn:00075059n
Noun Concept
Categories: Αδένες, Δέρμα
EL
ιδρωτοποιός αδένας  Ιδρωτοποιοί αδένες  ιδρωτοποιούς αδένες  ιδρωτοποιών αδένων
EL
Κάθε ένας από τους αδένες του δέρματος ο οποίος εκκρίνει ιδρώτα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Κάθε ένας από τους αδένες του δέρματος ο οποίος εκκρίνει ιδρώτα Greek Open Multilingual WordNet
Οι ιδρωτοποιοί αδένες είναι μικρές σωληνοειδείς δομές του δέρματος που παράγουν ιδρώτα. Wikipedia