bn:00075237n
Noun Concept
EL
υπερεγώ
EL
(ψυχολογία) τμήμα της προσωπικότητας του ανθρώπου που επιδρά ασυνείδητα πάνω στο εγώ Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
(ψυχολογία) τμήμα της προσωπικότητας του ανθρώπου που επιδρά ασυνείδητα πάνω στο εγώ Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary
WordNet Translations