bn:00075332n
Noun Concept
EL
στήριξη
EL
Παροχή άυλης συμπαράστασης ή βοήθειας σε ένα άτομο, σκοπό κ .α. Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Παροχή άυλης συμπαράστασης ή βοήθειας σε ένα άτομο, σκοπό κ .α. Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet