bn:00075579n
Noun Concept
EL
κολύμβηση  κολύμπι  μπάνιο  ανταγωνιστική κολύμβηση  κολυμπώ
EL
Η κολύμβηση (συνήθ. για λόγους αναψυχής) Greek Open Multilingual WordNet
English:
sport
Definitions
Relations
Sources