bn:00075683n
Noun Concept
Categories: Ιατρική ορολογία, Συμπτώματα
EL
σύμπτωμα  κλινικό σύμπτωμα  μη ειδικά συμπτώματα  συμπτωματική  συμπτώματα
EL
Παθολογικό φαινόμενο που αποτελεί χαρακτηριστικό μιας συγκεκριμένης νόσου ή γενικότερα, μιας ανωμαλίας του οργανισμού Greek Open Multilingual WordNet
English:
medicine
Definitions
Relations
Sources
EL
Παθολογικό φαινόμενο που αποτελεί χαρακτηριστικό μιας συγκεκριμένης νόσου ή γενικότερα, μιας ανωμαλίας του οργανισμού Greek Open Multilingual WordNet
Σύμπτωμα είναι η απόκλιση από κανονική λειτουργία ή αίσθηση που είναι προφανής σε ασθενή, που ανακλά την παρουσία ασυνήθιστης κατάστασης, ή ασθένειας. Wikipedia
Απόκλιση από κανονική λειτουργία ή αίσθηση που είναι προφανής σε ασθενή, που ανακλά την παρουσία ασυνήθιστης κατάστασης, ή ασθένειας. Wikidata