Greek
English
Arabic
Chinese
Dutch
French
German
Greek
Hebrew
Hindi
Italian
Japanese
Korean
Polish
Portuguese
Russian
Spanish
more...
Translate into...
English
Arabic
Chinese
Dutch
French
German
Greek
Hebrew
Hindi
Italian
Japanese
Korean
Polish
Portuguese
Russian
Spanish
more...
bn:00075683n
Noun Concept
Categories: Ιατρική ορολογία, Συμπτώματα
EL
σύμπτωμα  κλινικό σύμπτωμα  μη ειδικά συμπτώματα  συμπτωματική  συμπτώματα
See more
EL
Παθολογικό φαινόμενο που αποτελεί χαρακτηριστικό μιας συγκεκριμένης νόσου ή γενικότερα, μιας ανωμαλίας του οργανισμού Greek Open Multilingual WordNet
English:
medicine
Quit
Change View
Definitions
Relations
Sources
Greek
More languages...
English
Arabic
Chinese
Dutch
French
German
Greek
Hebrew
Hindi
Italian
Japanese
Korean
Polish
Portuguese
Russian
Spanish
more...
EL
Παθολογικό φαινόμενο που αποτελεί χαρακτηριστικό μιας συγκεκριμένης νόσου ή γενικότερα, μιας ανωμαλίας του οργανισμού Greek Open Multilingual WordNet
Σύμπτωμα είναι η απόκλιση από κανονική λειτουργία ή αίσθηση που είναι προφανής σε ασθενή, που ανακλά την παρουσία ασυνήθιστης κατάστασης, ή ασθένειας. Wikipedia
Απόκλιση από κανονική λειτουργία ή αίσθηση που είναι προφανής σε ασθενή, που ανακλά την παρουσία ασυνήθιστης κατάστασης, ή ασθένειας. Wikidata