bn:00075873n
Noun Concept
EL
αδιακρισία  αδεξιότητα
EL
Έλλειψη, απουσία διακριτικότητας, ανάρμοστη περιέργεια για τις υποθέσεις των άλλων Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Έλλειψη, απουσία διακριτικότητας, ανάρμοστη περιέργεια για τις υποθέσεις των άλλων Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary
WordNet Translations